- θεόγυμνος
- η , ο совершенно голый;
αφήνω θεόγυμνο — обобрать до нитки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφήνω θεόγυμνο — обобрать до нитки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεόγυμνος, -η — ο εντελώς γυμνός: Κολυμπάει θεόγυμνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεόγυμνος — και θεόγδυμνος και θεόγδυτος, η, ο ο εντελώς γυμνός, ο ολόγυμνος … Dictionary of Greek
γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… … Dictionary of Greek